- κρικέλλι
- το небольшое кольцо, звено
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρικέλλι — και κερκέλλι και κιρκέλλι, το (Μ κρικέλλιον, Μ και κέρκελλον και κρικέλλιν και κρίκελλον) μικρός κρίκος, μικρός δακτύλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκελλος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. βδέλλ ιον, ψέλλ ιον). Οι τ. κέρκελλον και κερκέλλι με αφομοίωση τού ι… … Dictionary of Greek
κερκέλλι — και κιρκέλλι, το (Μ κερκέλλι και κέρκελλον και κρικέλλι[ον] και κρικέλλιν και κρίκελλον) βλ. κρικέλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κρικέλλι] … Dictionary of Greek
κρικελλοειδής — ές αυτός που μοιάζει με κρικέλλι, που έχει το σχήμα κρίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρικέλλι + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
κρίκελλον — κρίκελλον, τὸ (Μ) βλ. κρικέλλι … Dictionary of Greek
κρίκωμα — κρίκωμα, τὸ (Μ) [κρικοῡμαι] κρίκος, κρικέλλι, κύκλος … Dictionary of Greek
κρικέλλα — η 1. μεγάλος κρίκος, χαλκάς 2. φρ. «είναι για την κρικέλλα» είναι τρελός για δέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρικέλλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. βαρέλ α, κουτάλ α)] … Dictionary of Greek
κρικίον — κρικίον, τὸ (AM) μικρός κρίκος, κρικέλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + υποκορ. κατάλ. ίον (πρβλ. ρομβ ίον, τυμβ ίον)] … Dictionary of Greek